κοράκῳ

κοράκῳ
κόρακος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορακώ — κορακῶ, όω (Α) [κόραξ] επιγρ. κλείνω με μάνταλο, με γάντζο …   Dictionary of Greek

  • κατακορακώ — κατακορακῶ, όω (Α) κλείνω ένα σαρκοφάγο με κατακόρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορακῶ «κλείνω, σφραγίζω» (< κόραξ «αρπάγη»)] …   Dictionary of Greek

  • κορακίζω — (Μ) αγκιστρώνω, γαντζώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορακῶ*, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”